-
1 ἔξ-οχος
ἔξ-οχος, hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους Il. 3, 227, hervorragend vor den Argivern an Kopf; so oft in übertr. Bdtg, ausgezeichnet, vortrefflich, von Menschen, ἀνήρ Il. 2, 188. 12, 269, ἐξ. ἡρώων 18, 56, bes. ἄλλων, πάντων; von einem Stier, 2, 480, von Ziegen, Od. 21, 266, von leblosen Dingen, τέμενος, ein ausgezeichnetes Landstück, Il. 6, 194. 20, 184; μέγ' ἔξοχα δώματα Od. 1 5, 227. Seltener mit dem dat., Il. 2, 483 Od. 15, 227; verstärkt, μέγ' ἔξοχος Il. 2, 480. 21, 266. Aehnl. Pind. μάντις ἔξ. Ol. 6, 51; αἶσα, πρῶνες, N. 6, 49. 4, 52; compar. ἐξοχώτερος, 3, 124; Aesch. ἔξοχον ἀριϑμὸν σοφισμάτων Prom. 457; ἐξοχώτατοι φρενῶν ἰατρομάντεις Ag. 1605; Soph. frg. 518; εἶδος ἐξοχώτατος, an Gestalt, Eur. Suppl. 889; sp. D. Häufig adv. ἔξοχον u. ἔξοχα, ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise, Il. 5, 61; φιλεῖν, ἐχϑαίρειν, Od. 15, 70, ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα, mir zur Auszeichnung vor den Uebrigen voraus, 9, 551; ἔξοχα πάντων, am meisten unter Allen, vor Allen, Hom.; auch mit adj., ἔξ. λυγρά Od. 11, 432; den Superlativ verstärkend, ἔξοχ' ἄριστοι, bei weitem die besten, Il. 9, 638 u. öfter; ἔξοχα πλούτου Pind. Ol. 1, 2; ἀνϑρώπων, ἑταίρων, ibd. 1, 23 P. 5, 25; auch ἐξόχως, Ol. 9, 74, wie Eur. Bacch. 1235 – In Prosa erst Sp., wie Plut. μεγέϑει σώματος ἔξ. Γαλατῶν Marc. 7; Hdn. στρατιωτῶν τοὺς ἐξοχωτάτους 7, 1, 16; 2, 12, 10 τῶν ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὄντων καὶ τῶν ἐξοχωτάτων τῆς βουλῆς.
-
2 ἔξοχος
ἔξ-οχος, hervorragend, hervorstehend; Ἀργείων κεφαλὴν ἠδ' εὐρέας ὤμους, hervorragend vor den Argivern an Kopf; oft übertr., ausgezeichnet, vortrefflich (von Menschen); von einem Stier, von Ziegen, von leblosen Dingen, τέμενος, ein ausgezeichnetes Landstück; εἶδος ἐξοχώτατος, an Gestalt; ἔξοχον u. ἔξοχα, ἔξοχά μιν ἐφίλατο, liebte ihn vorzugsweise; ἐμοὶ δόσαν ἔξοχα, mir zur Auszeichnung vor den Übrigen voraus; ἔξοχα πάντων, am meisten unter allen, vor allen; ἔξοχ' ἄριστοι, bei weitem die besten
См. также в других словарях:
έξοχος — η, ο (AM ἔξοχος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που υπερέχει, υπέροχος, διακεκριμένος («έξοχος συγγραφέας») 2. (για πράγμ.) εξαίρετος, άριστης ποιότητας («έξοχη παράσταση») 3. (υπερθετικό) τιμητικός τίτλος επίσημων προσώπων («εξοχότατε κύριε πρόεδρε»)… … Dictionary of Greek
ALEXANDER III — I. ALEXANDER III cognomentô Magnus, (ob quam causam Graeci ἀλεξανδρῶδες pro ςθαυμαςτόν, admirabile, dixerunt, quod ad l. 13. Silii Heinsius observat p. 132) Philippi Macedonum Regis, et Olympiadis fil. quamlibet Olympias nobiliorem ei patrem… … Hofmann J. Lexicon universale
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek